φιλισταϊσμός

φιλισταϊσμός
ο, Ν [Φιλισταίος]
στενότητα αντίληψης και άκριτος υποκειμενισμός, έκφραση τού τυφλού και μικρόψυχου εγωισμού όχι τόσο στο ηθικό όσο στο γνωστικό πεδίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”